- ἐξήνυσε
- ἐξανύωaccomplishaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)ἐξανύωaccomplishaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξήνυσ' — ἐξήνυσα , ἐξανύω accomplish aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξήνυσα , ἐξανύω accomplish aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξήνυσο , ἐξανύω accomplish plup ind mp 2nd sg ἐξήνυσο , ἐξανύω accomplish perf imperat mp 2nd sg ἐξήνυσε , ἐξανύω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξανύω — ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α) 1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι ἐξήνυσε», Σοφ.) 2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.) 3. κυριεύω, κατακτώ 4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω… … Dictionary of Greek